Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση, κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Γιάννης Ρίτσος
«Μια μάνα κλαίει πάνω από το κουφάρι του σκοτωμένου γιου της. Γύρω της ακούγονται οι ήχοι του πολέμου: ποδοβολητά από στρατιωτικές μπότες, τύμπανα, κανόνια που ξερνοβολούν φωτιά και θάνατο. Εκείνη δεν ακούει τίποτα, ακούει μόνο της φωνή της που μοιρολογά, ακούει μόνο το μονόλογο της πάνω από το άψυχο κορμί Κι είναι ένας μονόλογος, που περνάει από την απελπισία του τελεσίδικου γεγονότος στις μνήμες μιας περασμένης ζωής, από τη συνειδητοποίηση της απόλυτης πλέον μοναξιάς πίσω στην πιο μαύρη απελπισία, κι ύστερα στην ελπίδα ότι τούτη η θυσία δεν πήγε χαμένη, ότι ο σκοτωμένος γιος της θα μπει στις «φλέβες ολουνών» και θα ζήσει», λέει στο σημείωμα του ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου έγινε γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του '60 σε μια Ελλάδα που ακόμα αιμορραγούσε από τη δικτατορία του Μεταξά, τη γερμανική Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Η ερμηνεία που έδινε στον Επιτάφιο ο Μάνος Χατζιδάκις έριχνε το βάρος στη λυρική πλευρά του έργου, ενώ η μεταγενέστερη, του Θεοδωράκη, υπερτόνιζε το λαϊκό χρώμα ανοίγοντας το δρόμο σε μια πληθώρα διαφορετικών εκτελέσεων μια ενιαία ενορχηστρωτική άποψη με πάθος και δυναμική.
Ώσπου ο Σταύρος Ξαρχάκος απαντά στη συνθετική «πρόκληση» και ανασυνθέτει την υπάρχουσα μουσική δεξαμενή με ευφάνταστο, μεγαλοφυή τρόπο επιχειρώντας ανατρεπτικές εναλλαγές ηχοχρωμάτων και εντυπωσιακούς συνδυασμούς οργάνων. Ο συνθέτης διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Η άποψη του Ξαρχάκου υπήρξε απλή, εντούτοις καταλυτική. Όπως συνεχίζει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, ο Σταύρος Ξαρχάκος ξαναδιάβασε το ποίημα του Ρίτσου και προσπάθησε να εντάξει τις θεοδωρακικές μελωδίες σ' ένα σήμερα που δεν είναι πλέον ανυποψίαστο, σ' ένα σήμερα που κουβαλάει πίσω του ένα παρελθόν φορτωμένο με ανελεύθερα καθεστώτα, δικτατορίες, εθνικούς διχασμούς κι αίμα, πολύ αίμα. Αποφάσισε ότι το έργο θα πρέπει να είναι - και είναι - ενιαίο, όπως ενιαίο είναι ένα μοιρολόγι, όπως διαρκής και σταθερός είναι πάντα ο ανθρώπινος πόνος μπροστά στο θάνατο. Ο Επιτάφιος δεν είναι πλέον οκτώ τραγούδια με κοινή, έστω θεματική. Γίνεται ένα και μοναδικό έργο που περνάει από την απόγνωση στη μοναξιά, από την οργή στην ελπίδα, που περνάει από διαφορετικές μελωδικές γραμμές, παύσεις και εντάσεις, αλλά διαφυλάσσει τον ενιαίο λόγο του: είναι ένα τραγούδι - ποταμός που, στο διάβα του φέρνει μαζί του χιλιόχρονες μνήμες, μνήμες που πρέπει να διαφυλαχτούν, να αναβιώσουν σ' ένα ευτυχώς ελεύθερο πλέον αλλά συχνά αναισθητοποιημένο σήμερα...
Η εκτέλεση Ξαρχάκου συλλέγει κάτι από τους χυμούς των κλασικών εκτελέσεων για να ανοιχτεί σε άλλα, πολύ βαθιά νερά. Στα διάφορα περάσματα της γίνονται έντονα τα ηχογρώματα του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι και του ίδιου του Ξαρχάκου-σε .μια, θα έλεγε κανείς, συνειδητή αναφορά στο κλίμα μιας εποχής που ακόμα εξακολουθεί εν πολλοίς να τροφοδοτεί το καλό ελληνικό τραγούδι. Από κει και πέρα, όμως μεταμορφώνεται σ' ένα συμφωνικό σχεδόν έργο, σε μια σουίτα που μπορεί και εμπεριέχει μουσικές μνήμες από άλλες θεσπέσιες μουσικές. Το έργο ξεκινά με τον ρυθμό δίνουν τα τύμπανα του πολέμου, περνά σ' ένα κλασικό adagio, τραγουδά ανήσυχα για το «καράβι που βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι», γλυκαίνει ξανά για να καταλήξει σ' ένα σχεδόν ηπειρώτικο μοιρολόγι, και, λίγο πριν το τέλος, ανοίγεται σ' ένα μοναδικής δύναμης κρεσέντο - μια από τις καλύτερες ενορχηστρωτικές σελίδες που επινόησε ποτέ ο Ξαρχάκος. Κι όλα αυτά, και παρά τους δανεισμούς από τη δυτική μουσική, μέσα σ' ένα καθαρά ελληνικό μουσικό κλίμα που αποδεικνύει όχι μόνο τον πλούτο της μουσικής μας παράδοσης αλλά και τον πλούτο της μουσικής μας πραγματικότητας».
Σημαντική είναι η παρουσία της Μαρίας Σουλτάτου, η ερμηνεία της οποίας, όπως σημειώνει ο ίδιος ο συνθέτης, «μας ταξιδεύει από τα χθόνια στα ουράνια για να συνενώσει τον Επιτάφιο θρήνο με τον τρισμέγιστο ύμνο της Ανάστασης του νεκρού θεού και του νεκρού ανθρώπου».
"Στη διαχρονική κλίμακα της απελπισίας και της ελπίδας. Του θαύματος και του θριάμβου της ζωής και στο θάνατο".
ΤΙΤΛΟΙ:
01. ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ' ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ
02. ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ
03. ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ
04. ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ, ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
05. ΕΙΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΚΙ ΕΙΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ
06. ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ
07. ΝΑΧΑ Τ' ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
08. ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ, ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Γιάννης Ρίτσος
«Μια μάνα κλαίει πάνω από το κουφάρι του σκοτωμένου γιου της. Γύρω της ακούγονται οι ήχοι του πολέμου: ποδοβολητά από στρατιωτικές μπότες, τύμπανα, κανόνια που ξερνοβολούν φωτιά και θάνατο. Εκείνη δεν ακούει τίποτα, ακούει μόνο της φωνή της που μοιρολογά, ακούει μόνο το μονόλογο της πάνω από το άψυχο κορμί Κι είναι ένας μονόλογος, που περνάει από την απελπισία του τελεσίδικου γεγονότος στις μνήμες μιας περασμένης ζωής, από τη συνειδητοποίηση της απόλυτης πλέον μοναξιάς πίσω στην πιο μαύρη απελπισία, κι ύστερα στην ελπίδα ότι τούτη η θυσία δεν πήγε χαμένη, ότι ο σκοτωμένος γιος της θα μπει στις «φλέβες ολουνών» και θα ζήσει», λέει στο σημείωμα του ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου έγινε γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του '60 σε μια Ελλάδα που ακόμα αιμορραγούσε από τη δικτατορία του Μεταξά, τη γερμανική Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Η ερμηνεία που έδινε στον Επιτάφιο ο Μάνος Χατζιδάκις έριχνε το βάρος στη λυρική πλευρά του έργου, ενώ η μεταγενέστερη, του Θεοδωράκη, υπερτόνιζε το λαϊκό χρώμα ανοίγοντας το δρόμο σε μια πληθώρα διαφορετικών εκτελέσεων μια ενιαία ενορχηστρωτική άποψη με πάθος και δυναμική.
Ώσπου ο Σταύρος Ξαρχάκος απαντά στη συνθετική «πρόκληση» και ανασυνθέτει την υπάρχουσα μουσική δεξαμενή με ευφάνταστο, μεγαλοφυή τρόπο επιχειρώντας ανατρεπτικές εναλλαγές ηχοχρωμάτων και εντυπωσιακούς συνδυασμούς οργάνων. Ο συνθέτης διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Η άποψη του Ξαρχάκου υπήρξε απλή, εντούτοις καταλυτική. Όπως συνεχίζει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, ο Σταύρος Ξαρχάκος ξαναδιάβασε το ποίημα του Ρίτσου και προσπάθησε να εντάξει τις θεοδωρακικές μελωδίες σ' ένα σήμερα που δεν είναι πλέον ανυποψίαστο, σ' ένα σήμερα που κουβαλάει πίσω του ένα παρελθόν φορτωμένο με ανελεύθερα καθεστώτα, δικτατορίες, εθνικούς διχασμούς κι αίμα, πολύ αίμα. Αποφάσισε ότι το έργο θα πρέπει να είναι - και είναι - ενιαίο, όπως ενιαίο είναι ένα μοιρολόγι, όπως διαρκής και σταθερός είναι πάντα ο ανθρώπινος πόνος μπροστά στο θάνατο. Ο Επιτάφιος δεν είναι πλέον οκτώ τραγούδια με κοινή, έστω θεματική. Γίνεται ένα και μοναδικό έργο που περνάει από την απόγνωση στη μοναξιά, από την οργή στην ελπίδα, που περνάει από διαφορετικές μελωδικές γραμμές, παύσεις και εντάσεις, αλλά διαφυλάσσει τον ενιαίο λόγο του: είναι ένα τραγούδι - ποταμός που, στο διάβα του φέρνει μαζί του χιλιόχρονες μνήμες, μνήμες που πρέπει να διαφυλαχτούν, να αναβιώσουν σ' ένα ευτυχώς ελεύθερο πλέον αλλά συχνά αναισθητοποιημένο σήμερα...
Η εκτέλεση Ξαρχάκου συλλέγει κάτι από τους χυμούς των κλασικών εκτελέσεων για να ανοιχτεί σε άλλα, πολύ βαθιά νερά. Στα διάφορα περάσματα της γίνονται έντονα τα ηχογρώματα του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι και του ίδιου του Ξαρχάκου-σε .μια, θα έλεγε κανείς, συνειδητή αναφορά στο κλίμα μιας εποχής που ακόμα εξακολουθεί εν πολλοίς να τροφοδοτεί το καλό ελληνικό τραγούδι. Από κει και πέρα, όμως μεταμορφώνεται σ' ένα συμφωνικό σχεδόν έργο, σε μια σουίτα που μπορεί και εμπεριέχει μουσικές μνήμες από άλλες θεσπέσιες μουσικές. Το έργο ξεκινά με τον ρυθμό δίνουν τα τύμπανα του πολέμου, περνά σ' ένα κλασικό adagio, τραγουδά ανήσυχα για το «καράβι που βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι», γλυκαίνει ξανά για να καταλήξει σ' ένα σχεδόν ηπειρώτικο μοιρολόγι, και, λίγο πριν το τέλος, ανοίγεται σ' ένα μοναδικής δύναμης κρεσέντο - μια από τις καλύτερες ενορχηστρωτικές σελίδες που επινόησε ποτέ ο Ξαρχάκος. Κι όλα αυτά, και παρά τους δανεισμούς από τη δυτική μουσική, μέσα σ' ένα καθαρά ελληνικό μουσικό κλίμα που αποδεικνύει όχι μόνο τον πλούτο της μουσικής μας παράδοσης αλλά και τον πλούτο της μουσικής μας πραγματικότητας».
Σημαντική είναι η παρουσία της Μαρίας Σουλτάτου, η ερμηνεία της οποίας, όπως σημειώνει ο ίδιος ο συνθέτης, «μας ταξιδεύει από τα χθόνια στα ουράνια για να συνενώσει τον Επιτάφιο θρήνο με τον τρισμέγιστο ύμνο της Ανάστασης του νεκρού θεού και του νεκρού ανθρώπου».
"Στη διαχρονική κλίμακα της απελπισίας και της ελπίδας. Του θαύματος και του θριάμβου της ζωής και στο θάνατο".
ΤΙΤΛΟΙ:
01. ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ' ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ
02. ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ
03. ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ
04. ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ, ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
05. ΕΙΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΚΙ ΕΙΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ
06. ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ
07. ΝΑΧΑ Τ' ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
08. ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ, ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ
Product Info | |
Format | CD |
Tίτλος | Επιτάφιος |
Καλλιτέχνης | Ξαρχάκος Σταύρος |
Αριθμός δίσκων | 1 |
Ημερομηνία κυκλοφορίας | 2000 |
Other Info |
Ξαρχάκος Σταύρος - Επιτάφιος
- Format: CD
- Tίτλος: Επιτάφιος
- Καλλιτέχνης: Ξαρχάκος Σταύρος
- Αριθμός δίσκων: 1
- Ημερομηνία κυκλοφορίας: 2000
- Other Info:
- Κατασκευαστής: LEGEND
- Κωδικός Προϊόντος: GMS-05664
- EAN: 5202846529225
- Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο
- 14,99€
- Χωρίς ΦΠΑ: 14,99€